Το παραδέχθηκε ωμά ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος: «Χτύπησε καμπανάκι – Με έκανε να πω Παναγία μου…»


Το παραδέχθηκε ωμά ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος: «Χτύπησε καμπανάκι – Με έκανε να πω Παναγία μου…»


Διαφ.


Στούντιο 4: Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ήταν καλεσμένος στην εκπομπή της ΕΡΤ και μίλησε για όλους και για όλα.

Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε και στα δύο reunion που έχει κάνει με τους συμμαθητές του από το σχολείο και τι τον έκανε να σκεφτεί ότι μεγάλωσε. «Συνήθως στο reunion οι όμορφες του σχολείου είναι άσχημες, οι άσχημες είναι πανέμορφες. Οι όμορφοι – λεβέντες είναι να τους κλαίνε οι ρέγκες μετά από χρόνια και οι ασχημούληδες έχουν γίνει…», είπε με χιούμορ ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος.

Και συνέχισε: «Αστειεύομαι για τα όμορφα και άσχημα, είναι χαζά όλα αυτά. Και στο πρώτο reunion που κάναμε πριν από 20 χρόνια ήμουν ήδη γνωστός, αλλά δεν είχα άλλη απήχηση».

«Το πιο περίεργο ήταν στο τωρινό reunion που ερχόντουσαν τα παιδιά των συμμαθητών μου να βγάλουν φωτογραφίες μαζί μου. Και όταν μιλάμε για παιδιά δεν μιλάμε για μικρά παιδιά, μιλάμε για κάτι το οποίο με έκανε να χτυπήσω ένα καμπανάκι και να πω: “Παναγία μου, παραμεγάλωσα”», κατέληξε ο ηθοποιός!

Βασίλης Χαραλαμπόπουλος: «Τον άνθρωπο της ζωής σου δε θα στον συστήσει ο έρωτας, θα στον συστήσει ο χρόνος»

«Τον άνθρωπο της ζωής σου δε θα στον συστήσει ο έρωτας, θα στον συστήσει ο χρόνος», ανέφερε, μεταξύ άλλων, σε μια εφ’ όλη της ύλης συνέντευξη, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος. Με την ευκαιρία, δείτε την αντίδραση του για τον Αλέξη Γεωργούλη.

Όσα ανέφερε

«Μεγάλωσα και έζησα στον υπέροχο Βύρωνα μέχρι τα σαράντα μου χρόνια. Εκεί πρωτοένιωσα τα πάντα, όλους τους δρόμους τους περπάτησα με διαφορετικό νούμερο παπουτσιού, έκανα φιλίες δοκιμασμένες που έχουνε διαρκείας, για μια ζωή.

Για ένα περίεργο λόγο, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω ηθοποιός. Μεγάλο ρόλο σίγουρα έπαιξε το πώς μαγευόμουν βλέποντας στην ασπρόμαυρη τηλεόραση όλες αυτές τις υπέροχες ταινίες με τους υπέροχους πρωταγωνιστές. Ήταν όλοι τους από τότε ένα κομμάτι της οικογένειάς μας, που βρίσκονταν σ’ ένα κουτί στο σαλόνι μας, περιμένοντάς με να γυρίσω από το σχολείο, περιμένοντάς με να φάω και να μου κάνουν συντροφιά ανά πάσα στιγμή.

Θέατρο για πρώτη φορά είδα περίπου στα δέκα μου χρόνια. Σε μια αλάνα απέναντι από το γυμναστήριο του Βύρωνα είχε στηθεί ένα πατάρι από το δήμο για διάφορες εκδηλώσεις και θυμάμαι τον εαυτό μου πάνω σ’ ένα δέντρο και να παρακολουθώ τον Μίμη Φωτόπουλο σε μια από τις μεγάλες του επιτυχίες, τον “Δον Καμίλο”. Στο φινάλε της παράστασης κατέβηκα από το δέντρο και πήγα να δω πόσο αληθινοί άνθρωποι ήταν αυτοί που βγήκαν από το κουτί που είχα στο σπίτι μου.

Δεν είχε καμία πολυτέλεια αυτή η δουλειά, βλέποντας τους ηθοποιούς να μαζεύουν οι ίδιοι τα κοστούμια τους, ιδρωμένοι και κουρασμένοι από την παράσταση, αλλά με ένα τεράστιο χαμόγελο. Γι’ αυτό το χαμόγελο που μπορούσε να διώξει στεναχώριες μάλλον κυνήγησα αυτό το όνειρο. Οι υπέροχοι γονείς μου έκρυβαν κάθε αγωνία τους πίσω από το όνειρό μου και με άφησαν να το ακολουθήσω παρακολουθώντας με διακριτικά.

Ήμουν ένα παιδί από το Βύρωνα χωρίς καμιά γνωριμία και καμιά βοήθεια γι’ αυτό το δύσκολο ταξίδι. Τελείωσα τη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου ουσιαστικά έμαθα κάποια κλειδιά υποκριτικής, αλλά το κυριότερο προτέρημα της σχολής ήταν να μου δημιουργήσει το αίσθημα της ευθύνης και του σεβασμού που πρέπει να έχω απέναντι στο θέατρο και στους συνοδοιπόρους μου σ’ αυτό το όνειρο.

Τελειώνοντας τη σχολή μετά από διάφορες οντισιόν, την πρώτη ευκαιρία να ανέβω στο σανίδι μου την έδωσαν ο αείμνηστος Βαγγέλης Σειληνός, σε μια μουσικοχορευτική παράσταση, και η θεατρική μου μητέρα Ξένια Καλογεροπούλου στον “Μορμόλη” στη Μικρή Πόρτα.

Τίποτε δεν ήταν εύκολο στην αρχή, μια αρχή που κράτησε περίπου οκτώ χρόνια, μέχρι να νιώσω ότι μπορώ να επιβιώσω οικονομικά από τη δουλειά μου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι, ποτέ δεν είναι εύκολα τα πράγματα σε καμιά φάση της διαδρομής.

Το “τα κατάφερα” και “πέτυχα” δεν το λες ποτέ σ΄ αυτή τη δουλειά. Μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι που φτάνει στο τέλος του ξεκινάει άλλο ένα με προορισμό το άγνωστο. Όσο για το “ονοματεπώνυμο”. καταλαβαίνεις από τα λόγια του κοινού τις διαβαθμίσεις για την πορεία της διαδρομής σου και της σχέσης σου μαζί του. Π.χ. όταν πρωτοκάνεις αίσθηση ακούς “εσύ μικρέ είσαι καλός”, κι ακολουθεί το “Εσύ, Xαραλαμπίδη είσαι ωραίος”, για να γίνει “Εσύ, Χαραλαμπόπουλε μπράβο σου…!”

Το ιδανικότερο σκαλοπάτι της σχέσης σου με το κοινό βέβαια είναι να ακούσεις “Κύριε Χαραλαμπόπουλε σας ακολουθούμε σε κάθε σας καλλιτεχνικό βήμα”».


Πηγή