Τραγωδία στο Μάτι: Ανατριχιάζουν οι μαρτυρίες – «Έχασα την κόρη μου 140 βήματα από τη θάλασσα – Δεν έστειλαν καν αρκετούς σάκους για τους νεκρούς»
Η δίκη για την τραγωδία στο Μάτι συνεχίζεται, με τους συγγενείς των θυμάτων και τους εγκαυματίες να συγκλονίζουν με τις καταθέσεις τους και τη διαδικασία να συνεχίζεται με εντάσεις και συγκίνηση, λίγες μέρες μετά την επέτειο.
Με λυγμούς ο μάρτυρας Άγγελος Σιαπκαράς απευθυνόμενος στην πρόεδρο του δικαστηρίου που πριν ξεκινήσει την κατάθεση του έδωσε απευθείας το λόγο στην εισαγγελέα, είπε:
«Δεν με αφήνετε να μιλήσω! Είμαι μεγάλος άνθρωπος. Μπορεί να μην μπορέσω να ξαναμιλήσω για το παιδί μου,να μην προλάβω. Μόλις 140 βήματα από την θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλοι αυτοί δεν έσωσαν ούτε έναν άνθρωπο. Είναι άσχετοι με την δουλειά τους, με το καθήκον που έχουν και τους προβιβάζουν κιόλας. Δεν έχει πάει κανένας τους φυλακή και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον».
Όπως εξήγησε, ο ίδιος έλαβε έπειτα από εννέα μέρες ένα φέρετρο χωρίς να γνωρίζει τι έχει μέσα. «Διαλυθήκαμε. Μετά από εννιά μέρες μας έστειλαν ένα φέρετρο σκεπασμένο. Δεν ξέρω καν τι είχε μέσα. Ο αδελφός της πήγε την επομένη και μάζευε τα κόκκαλα της αδελφής του. Υπήρξε παντελής έλλειψη κάθε έννοιας κράτους. Εσείς όμως αν θέλετε, έχετε τον τρόπο. Προσπαθήσετε να μας καταλάβετε και να αποδώσετε δικαιοσύνη.
«Την επομένη τα σώματα καίγονταν και ξανάπαιρναν συνέχεια»
Μετρώντας τέσσερις απώλειες στη φωτιά, ο Αριστείδης Χερουβείμ που έχασε εκείνη την ημέρα την μητέρα, την αδελφή και τις δίδυμες 5χρονες ανιψιές του, περιέγραψε εικόνες χάους, κυνικής αντιμετώπισης αλλά και ολιγωρίας των αρμόδιων υπηρεσιών.
«Ούτε αρκετούς σάκους για τους νεκρούς δεν έστειλαν. Τσακώνονταν οι πυροσβέστες γιατί δεν έφταναν οι σάκοι για τις σωρούς» είπε ο μάρτυρας και σημείωσε πως αν είχαν ειδοποιηθεί οι κάτοικοι, η οικογενεια του θα είχε σωθεί.«Η οικογένεια μου και στις έξι και στις έξι και τέταρτο να είχε ενημερωθεί, θα είχε σωθεί.
Ξεκίνησαν να φύγουν στις έξι και μισή και κατευθύνθηκαν προς τον λόφο. Λίγο μετά, καιγόντουσαν μαζί με ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να φύγει. Ήταν η πρώτη φορά που το Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας της Πυροσβεστικής επικοινώνησε με τον Δήμο Μαραθώνα. Τόση ώρα μετά την έναρξη της φωτιάς!» ανάφερε.
Ο μάρτυρας μετέφερε στο δικαστήριο και την τραγική εικόνα της επόμενης ημέρας, αφού -όπως χαρακτηριστικά είπε- «την επομένη τα σώματα καίγονταν και ξανάπαιρναν συνέχεια και όταν κάποιοι είπαν σε πυροσβέστες να τα σβήσουν απάντησαν “τι να σβήσουμε τώρα;”. Πήρα τις σωρούς άσπρες γιατί τις έσβησαν με τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου κάποιοι διασώστες».
Και στη σημερινή (31/7) συνεδρίαση κατέθεσαν μάρτυρας που «στάθηκαν» στην τηλεοπτική ενημέρωση που έκανε εκείνη την ημέρα ο δήμαρχος Ραφήνας Ευάγγελος Μπουρνούς, ο οποίος είχε πει πως δεν κινδυνεύει το Μάτι.
«Η μητέρα μου θα είχε σωθεί αν το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο μου ήταν κλειστό. Η προτροπή του Μπουρνούς να μην βγουν οι κάτοικοι, μου στέρησε το δικαίωμα να την σώσω. Η πρωτόδικη απόφαση με κάνει να ντρέπομαι να πάω να της ανάψω το καντήλι» είπε ο μάρτυρας Νίκος Γιαννόπουλος.
Αργότερα, όταν η Εισαγγελέας ρώτησε την Αγγελική Κωνσταντάκη, εγκαυματία που έχασε την μητέρα της, πώς θα αισθάνονταν δικαιωμένη εκείνη απάντησε: «Θα αισθανόμασταν δικαιωμένοι, αν εδώ ήταν όλοι όσοι έπρεπε. Αστυνομικοί, Λιμενικό.
Αυτή θα ήταν μία δικαίωση. Να κριθούν όλοι οι υπέυθυνοι. Να πληρώσει ο καθένας με εκείνο που του αναλογεί. Δεν θέλουμε να δικαστούν αθώοι, αλλά εκείνοι που φταίνε. Όλα αυτά τα χρόνια δεν βγήκε ένας να πει “έκανα λάθος εκτίμηση”. Θα το καταλαβαίναμε. Άνθρωποι είμαστε όλοι. Ούτε συγγνώμη δεν έχουμε ακούσει».
Πηγή